Από μικρή ήμουν ένα παιδί που ήθελε να προσφέρει. Λίγο λόγω χαρακτήρα, λίγο λόγω χριστιανικής ηθικής, λίγο ότι ήμουν το πρώτο παιδί από το οποίο περίμεναν όλα να είναι τέλεια, ήθελα πάντα να κάνω το σωστό ακόμα κι αν αυτό σήμαινε για μένα τιμωρία και κατσάδιασμα από τους γονείς. Ίσως γιατί σωστό γι' αυτούς σήμαινε κάτι άλλο, διαφορετικό από αυτό που σήμαινε για μένα. Πόσες φορές σήκωσα το χέρι στο σχολείο να καθίσω ή να συνεργαστώ με ένα παιδάκι που δεν ήταν δημοφιλές και δεν ήθελε για κάποιο λόγο να καθίσει κανείς μαζί του. Δεν μπορώ ακριβώς να το εξηγήσω αλλά με κάποιο τρόπο ένιωθα βαθιά κι εγώ την απόρριψη και τη μοναξιά του. Και δε δεχόμουν να είμαι μέρος αυτής της σκληρότητας. Οι επιλογές αυτές σήμαιναν κατσάδιασμα από τη μάνα μου, συνήθως επί ματαίω, γιατί εγώ έκανα, τις περισσότερες φορές, αυτό που μου έλεγε η καρδιά μου κι ας σχιζόταν στη μέση από την απογοήτευση που έπαιρνα στο σπίτι αντί της επιβράβευσης.
Οι γονείς μου δεν είναι κακοί άνθρωποι, απεναντίας είναι άνθρωποι καλοί, του μόχθου και της αγροτιάς, αλλά ήρθαν από το χωριό στην πόλη κουβαλώντας τα δικά τους τραύματα και κυρίως φόβο με το τσουβάλι κι ήταν τόσος, που ξεχείλιζε πολλές φορές καλύπτοντας τη δική τους ανθρωπιά και τη δική μου προδιάθεση για προσφορά. Αυτή ήταν μια ανακάλυψη που έκανα και βίωσα πρόσφατα, μέσα από την πορεία της αυτογνωσίας κι αυτοθεραπείας μου με τα ανθοϊάματα, και σταμάτησα να θυμώνω πια μαζί τους γιατί κατάλαβα τι σημαίνει φόβος και πόσο μπορεί να σε αλλοιώσει, να σε πετρώσει, να σε κάνει σκληρό κι αδυσώπητο. Αλλά αυτό θα το πούμε λίγο αργότερα ή μάλλον σε κάποιο άλλο ποστ.
Ήμουν μέτρια προς καλή μαθήτρια. Διάβαζα για να περάσω τις τάξεις και να κρατώ τους γονείς ικανοποιημένους. Διάβαζα γιατί οι καλύτερές μου φίλες ήταν κόρες καθηγητών κι είχαν πάντα καλούς βαθμούς, οπότε έπρεπε κι εγώ να είμαι ή να φαίνομαι τουλάχιστον αντάξιά τους. Κι ας μη μου άρεσαν αυτά που διάβαζα. Τίποτα δε θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια, τίποτα δε μου έμεινε. Φοβόμουν τόσο να κοιτάξω τον εαυτό μου και να δω τι μου άρεσε πραγματικά. Ήμουν μουδιασμένη.
Πρώτο έτος Νομική, πρώτη μέρα με κλάματα. Κοίταζα το κτίριο στην Σόλωνος κι αναστέναζα. Έλεγα πώς θα βγάλω 4 χρόνια εδώ. Θα πεθάνω. Η αλήθεια είναι ότι δεν πέθανα αλλά αρρώστησα. Συνέπεσε κι η ερωτική απογοήτευση. Η ψωρίαση άρχισε να κάνει την εμφάνισή της, στην αρχή σαν ξηροδερμία στους αγκώνες κι εξαπλωνόταν στα μπράτσα. Ξεκίνησα τις επισκέψεις στους δερματολόγους. Πάρε εκείνη την κρέμα, πάρε την άλλη. Κορτιζόνη, μείγματα φαρμακευτικά, πανάκριβα που σε δύο ήμερες έκαναν τους αγκώνες μου γυαλί και σε μία βδομάδα το δέρμα μου κοβόταν με το παραμικρό αφού είχε γίνει λείο και λεπτό σα χαρτί. Το χειμώνα τρίβονταν τα πουλόβερ στο δέρμα μου και γέμιζα με αίματα. Το καλοκαίρι, αν χτυπούσα στα επίμαχα σημεία, έτρεχε αίμα ποτάμι κι οι πληγές έκαναν μήνες να επουλωθούν.
Έφυγα. Άλλαξα επαγγελματικό προσανατολισμό. Πήγα στο εξωτερικό. Έκανα σπουδές και δούλεψα σε κάτι που πίστευα ότι με ενδιέφερε αλλά τίποτα. Η ψωρίαση εκεί. Το καλοκαίρι που ερχόμουν έτρεχα να κάνω προμήθειες σε κορτιζονούχες κρέμες ενώ οι άλλοι κουβαλούσαν λάδια κι ελιές. Ώσπου ήρθε η ασθένεια του αδερφού μου. Μετά από 5 χρόνια έξω, επέστρεψα αεροπορικώς μαζί με τον αδερφό μου, ο οποίος παρουσίασε συμπτώματα άγνωστου αυτοάνοσου πρώτα στο στόμα, ύστερα στο δέρμα, το οποίο μέχρι την στιγμή που έφυγε, δε μάθαμε ποιο ήταν. Επέστρεψα μαζί του. Ούτε τα πράγματά μου δεν πήρα, κάτι ρούχα μόνο. Ενώ οι γονείς μου κι αυτός ψάχνανε τη διάγνωση, εγώ άρχισα κρυφό σχολείο. Διάβαζα για τα αυτοάνοσα, τη διατροφή, την ψυχική υγεία. Έμπαινα στα μαγαζιά με βιολογικά και δοκίμαζα προϊόντα. Έπεσα πάνω στην κηραλοιφή. Αγόρασα ένα βαζάκι. Άρχισα να αλείφω τους αγκώνες μου πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Θαύμα! Μέσα σε τρεις μήνες πέταξα τις κορτιζόνες. Η ψωρίαση δεν έφυγε αλλά η κηραλοιφή έκανε τρομερή ενυδάτωση κι ανάπλαση στο ταλαιπωρημένο μου δέρμα.
Ο αδερφός μου γινόταν χειρότερα. Μπήκε νοσοκομείο, βγήκε, ξαναμπήκε. Στην εντατική για 6 μήνες, ο μόνος 30χρονος στην εντατική που δεν ήταν από ατύχημα ή καρκίνο. Κι ο μόνος που είχε τις αισθήσεις του. Πάντα, μέχρι το τέλος. Δάκρυζε κρυφά όταν δεν τον κοιτούσαμε αλλά εγώ τον έβλεπα κι έκλαιγα από μέσα μου για να μην τον στενοχωρήσω.
Οι επαλείψεις με κηραλοιφή συνεχίζονταν. Το δέρμα πήγαινε καλύτερα. Απλοποίησα τη διατροφή μου. Πιο πολλά λαχανικά, πιο λίγη κι επιλεγμένη ποιοτικά τροφή. Άρχισα να διαβάζω για τα βότανα. Ξεκίνησα να φτιάχνω τσάγια, να τα πίνω, να κάνω στοματικές πλύσεις, να λούζω τα μαλλιά μου μ' αυτά. Την εποχή εκείνη δούλευα σε εκδοτικό οίκο με βιβλία αυτοβοήθειας, τα ανθοϊάματα έπεσαν στα χέρια μου. Πήρα τα βιβλία στο σπίτι, τα έβαλα στην άκρη και δεν τα διάβασα. Ο αδερφός μου πέθανε, επέστρεψα στη γενέτειρα και για ένα χρόνο ήμουν αλλού γι' αλλού. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να πονάω πια. Δεν ήθελα να κλαίω, γελούσα. Ώσπου μια μέρα, ένα αυτοκίνητο πέρασε ξυστά δίπλα μου και συνειδητοποίησα ότι θα μου έκανε μεγάλη χάρη αν με σκότωνε. Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία με μια υπέροχη γυναίκα που με βοήθησε πολύ. Μετά από τρία χρόνια κατ' οίκον εγκλεισμού λόγω κατάθλιψης, άρχισα να βγαίνω στη φύση.
Πήρα γάτα, έσωσα μια γάτα, την κράτησα κι αυτή. Πήρα σκύλο, έσωσα έναν ακόμη, τον κράτησα κι αυτόν. Άλλαξα διατροφή, έγινα χορτοφάγος. Σε τρεις μήνες το 70% της ψωρίασής μου εξαφανίστηκε. Μπήκα σε τροχιά αυτοθεραπείας. Άρχισα να γίνομαι πάλι κοινωνική, να δουλεύω, να βγαίνω. Ήμουν πολύ καλύτερα. Ώσπου πέρσι, τον Απρίλη του 2019, έφτιαχνα τη βιβλιοθήκη μου, έδινα βιβλία, πουλούσα, κρατούσα. Βρήκα εκείνα τα βιβλία των ανθοϊαμάτων από το 2010. Τα ξεφύλλισα, τα διάβασα, μπήκα στο ίντερνετ. Είπα αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Ξεκίνησα σπουδές, πήρα την κασετίνα των ανθοϊαμάτων, άρχισα να φτιάχνω το θεραπευτικό μου μπουκαλάκι. Έδωσα στην αδερφή μου. Ωωω μου λέει εκείνη σε τρεις βδομάδες, θέλω κι άλλο από αυτό. Συνέχισα τις σπουδές, τα προσωπικά μου μείγματα, ξανάδωσα στην αδερφή μου, έδωσα και στην κολλητή μου. Μια μέρα κοίταξα τους αγκώνες μου και δεν υπήρχε πια ψωρίαση, ούτε ένα λέπι. Το δέρμα είχε επουλωθεί, ο αποχρωματισμός δεν φαινόταν τόσο. Χαμογέλασα στον εαυτό μου κι είπα πάλι. Αυτό θέλω να κάνω.
Comentários